βένετος

βένετος
ος , ον уст. голубоватый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βένετος" в других словарях:

  • βένετος — blue masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένετος — η, ο (AM βένετος, ον) γαλάζιος ή γαλαζοπράσινος μσν. το αρσ. ως ουσ. oἱ Βένετοι οι Γαλάζιοι, μερίδα του Ρωμαϊκού και του Βυζαντινού Ιπποδρόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < λατ. venetus, που χαρακτήριζε μια μερίδα του Ρωμαϊκού και αργότερα του… …   Dictionary of Greek

  • Βενετός — ο ο κάτοικος της Βενετίας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν …   Dictionary of Greek

  • βένετον — βένετος blue masc/fem acc sg βένετος blue neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βενέτοις — βένετος blue masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βενέτου — βένετος blue masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βενέτους — βένετος blue masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βενέτων — βένετος blue masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βενέτῳ — βένετος blue masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένετα — βένετος blue neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βένετε — βένετος blue masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»